Κτήριο

Συζητήσεις σχετικές με θέματα εκπαίδευσης.
Απάντηση
Στέλιος Ε. Παππάς
Συγγραφέας
Δημοσιεύσεις: 12130
Εγγραφή: Παρ Σεπ 11, 2009 10:16 am
Τοποθεσία: Παππάδος Γέρας

Κτήριο

Δημοσίευση από Στέλιος Ε. Παππάς »

κτήριο.png
     κτήριο (το) (σχολ. ορθ. κτίριο) {κτηρί-ου | -ων} κάθε οικοδόμημα, κτίσμα: συντήρηση κτηρίων.

     [ΕΤΥΜ. Πιθ. < μτν. εὐκτήριον «οίκος προσευχών» (< αρχ. εὔχομαι) ή, κατ' άλλη άποψη, < μτγν. οίκητήριον «κατοικία», με αποβολή τού μονοφθογγισμένου αρχικού φωνήεντος και ανομοιωτική συγκοπή τού -η, < αρχ. οίκῶ Ανεξάρτητα από την ορθότητα τής μίας ή τής άλλης άποψης, είναι προφανές ότι η γρ. κτήριο είναι η μόνη ορθή, ενώ η γρ. κτίριο (με -ι-) οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση με το ρ. κτίζω (που όμως δεν θα ήταν δυνατόν ποτέ να δώσει παράγωγο σε -ριο(ν). Η αναγωγή σε τ. οίκητήριον υποστηρίζεται και από τη χρήση τής λ. στην Κ.Δ. (Β' Κορινθ. 5, 2: (...) τὸ οἰκητήριον ἡμῶν τὸ ἐξ οὐρανοῦ ἐπενδύσασθαι ἐπιποθοῦντες), όπου η λ. συνδ. με τα ουσ. οικοδομή, οικία τού προηγούμενου εδαφίου].
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

     κτήριο ή κτίριο; Το ρ. κτίζω δεν μπορεί να δώσει παράγωγα με ανύπαρκτη κατάληξη -pio! Δεν μπορούμε δηλ. να έχουμε κτί-ριο. Το κτίζω θα μπορούσε μόνο να δώσει κτιστήριο (πβ. φροντίζω - φροντιστήριο, καθαρίζω - καθαριστήριο, σκαλίζω - σκαλιστήριο) κ.τ.ό.), τύπος που ούτε κι αυτός μαρτυρείται να υπάρχει. Άρα η λ. έχει διαφορετική ετυμολογική προέλευση και, επομένως, διαφορετική ορθογραφία. Παράγεται είτε από το οικώ > οικητήριο > *οικτήριο (με συγκοπή τού –η-) > κτήριο (με σίγηση τού άτονου αρκτικού φωνήεντος πβ. ημέρα > μέρα, υγεία > γεια, ερωτώ > ρωτώ, αιγιαλός > γιαλός κ.λπ.) είτε από το ευκτήριον (οίκημα) = [efktirion] *φκτήριο = [fktirio] (με σίγηση τού άτονου αρκτικού φωνήεντος)> κτήριο. Είτε παράγεται από το οικητήριο είτε από το ευκτήριο, η λέξη πρέπει να γράφεται με –η-: κτήριο.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

     κτηριολογία (η) {χωρ. πληθ.} κλάδος τής αρχιτεκτονικής. — κτηριολογικός, -ή, -ό.


     ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ | Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, σελ. 966
Στέλιος Ε. Παππάς
Απάντηση