λαθρομετανάστης, μετανάστης και πρόσφυγας

Συζητήσεις σχετικές με θέματα εκπαίδευσης.
Απάντηση
Στέλιος Ε. Παππάς
Συγγραφέας
Δημοσιεύσεις: 12129
Εγγραφή: Παρ Σεπ 11, 2009 10:16 am
Τοποθεσία: Παππάδος Γέρας

λαθρομετανάστης, μετανάστης και πρόσφυγας

Δημοσίευση από Στέλιος Ε. Παππάς »

Λεξικό.jpg
Λεξικό.jpg (15.96 KiB) Προβλήθηκε 911 φορές

     λαθρομετανάστης (ο) {λαθρομεταναστών}, λαθρομετανάστρια (η) {λαθρομεταναστριών} πρόσωπο που μετακινείται και εγκαθίσταται σε χώρα άλλη από αυτήν τής καταγωγής του, χωρίς να πληροί τους απαραίτητους όρους ή χωρίς να έχει περάσει από τις νόμιμες διαδικασίες: νομιμοποίηση των ~ || στο αμπάρι τού καϊκιού ήταν στοιβαγμένοι δεκαπέντε ~.

      Σελ. 985
Γ. Μπαμπινιώτης.jpg
Γ. Μπαμπινιώτης.jpg (9.08 KiB) Προβλήθηκε 911 φορές

     μετανάστης (ο) {μεταναστών}, μετανάστρια (η) [μτγν.] {μεταναστριών} πρόσωπο που εγκαταλείπει με τη θέλησή του την πατρίδα του, για να εγκατασταθεί επί μεγάλο χρονικό διάστημα σε άλλη χώρα: οι Έλληνες ~στην Αυστραλία || οικονομικός ~ (που ξενιτεύεται για οικονομικούς λόγους με την προοπτική να επιστρέψει στην πατρίδα του). Επίσης (λόγ.) μετανάστις (η) {μετανάστ-ιδος | -ίδων}. — μεταναστόπουλο (το).

     [ΕΤΥΜ. αρχ. < μετά- + -νά-στης < ναίω, πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. *με-ταναίω ≪αλλάζω κατοικία, αποδημώ≫, όπου το μετά- έχει τη σημ. τής μεταβολής, της μετακίνησης. Το θ. νασ- τού ρ. ναίω μαρτυρείται και στη ≪γλώσσα≫ του Ησυχίου νάστης- οἰκιστής. Παρετυμολογική πρέπει να θεωρηθεί η αναγωγή τού ουσ. μετανάστης στο ρ. μετανίσταμαι ≪μεταναστεύω, αποδημώ≫ μέσω αμάρτυρου τ. *μετ-ανα-στάτης (απλολογία), καθώς δεν υπάρχει κανένας παρόμοιος σχηματισμός στην Ελληνική].

     Σελ. 1084


      πρόσφυγας (ο/η) {(θηλ. γεν. πρόσφυγος) | προσφύγων} το πρόσωπο που εξαναγκάζεται σε φυγή από τον μόνιμο τόπο εγκατάστασής του ή την πατρίδα του, κυρ. για να αποφύγει διωγμούς από την επίσημη εξουσία: οι ~ τής Μικρασιατικής Καταστροφής | τής Κύπρου | τού Πόντου || πολιτικός ~ || κύμα | συνοικισμός | στρατόπεδο προσφύγων• ΦΡ. οικονομικός πρόσφυγας βλ. λ. οικονομικός.

      [ΕΤΥΜ. < μτγν. πρόσφυξ, -υγος < αρχ. προσφεύγω, πβ. κ. φυγάς - φεύγω].

      Σελ. 1498




     Σχετικά δημοσιεύματα


     27.2.2017| ΣτΕ: Δεν είναι πρόσφυγες, είναι λαθρομετανάστες


     7.9.2018 | Η λέξη «λαθρομετανάστης»


     8.10.2019 | Πρόσφυγας – μετανάστης - λαθρομετανάστης
Στέλιος Ε. Παππάς
Απάντηση